γυμναστής

γυμναστής
[гимнастис] ουσ. а. учитель гимнастики, гимнаст.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γυμναστής" в других словарях:

  • γυμναστής — trainer of professional athletes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναστής — ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α γυμναστής, ο) [γυμνάζω] 1. αυτός που διδάσκει γυμναστική 2. αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές …   Dictionary of Greek

  • γυμναστής — ο θηλ. ρια καθηγητής της γυμναστικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδοτρίβης — Γυμναστής κατά την αρχαιότητα ο οποίος δίδασκε στους νεότερους γυμναστικές ασκήσεις. Στην αρχή οι γυμναστές ήταν εμπειρικοί μόνο γνώστες των ασκήσεων. Τον 5o αι. π.Χ. κατά τα λεγόμενα του Πλάτωνα, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος και ο Ίκκος ο Ταραντίνος… …   Dictionary of Greek

  • γυμνασταῖς — γυμναστής trainer of professional athletes masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνασταί — γυμναστής trainer of professional athletes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναστοῦ — γυμναστής trainer of professional athletes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναστῇ — γυμναστής trainer of professional athletes masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναστήν — γυμναστής trainer of professional athletes masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμναστῶν — γυμναστής trainer of professional athletes masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»